Περίληψη
Ο όρος ΄΄λειτουργικό σωματικό σύνδρομο (Λ.Σ.Σ.)΄΄ αφορά το σύνολο των υποκειμενικών συμπτωμάτων που δεν μπορούν να αποδοθούν σε κάποια συγκεκριμένη οργανική πάθηση και συνυπάρχουν συνήθως με ψυχοπαθολογικές διαταραχές. Το Λ.Σ.Σ. έχει συνήθως αρνητικές επιδράσεις και επιβαρύνει τη σχέση ιατρού-ασθενή με αποτέλεσμα τη δυσχερή αντιμετώπιση της πάθησής του. Το βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο διαχείρισης, με τη θεώρησή του του ασθενή ως ολότητα και την ταυτόχρονη αντιμετώπιση της ψυχοσωματικής συμπτωματολογίας του φαίνεται να οδηγεί στα καλύτερα αποτελέσματα σε ότι αφορά την ύφεση των συμπτωμάτων και την ψυχολογική του αποκατάσταση. Επιπλέον, είναι ιδιαίτερης σημασίας ο τρόπος επικοινωνίας ιατρού-ασθενή καθώς η οι επικοινωνιακές δεξιότητες, η ενσυναίσθηση, η ικανότητα ρύθμισης και ελέγχου των συναισθημάτων και η δυνατότητα σύνδεσης του σωματικού προβλήματος με τη συναισθηματική κατάσταση του ασθενή αποτελούν σημαντικά χαρακτηριστικά του ιατρού που συνεισφέρουν αποτελεσματική βοήθεια στον ασθενή στην αντιμετώπιση του σύνθετου αυτού προβλήματος.
Λέξεις-Κλειδιά: Λειτουργικό σωματικό σύνδρομο, επικοινωνία, σχέση ιατρού-ασθενή, βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο
Α. Λειτουργικό Σωματικό Σύνδρομο. Ορισμός, αιτιολογία και επίδραση στη σχέση ιατρών και ασθενών.
Ο όρος ΄΄λειτουργικό σωματικό σύνδρομο (Λ.Σ.Σ.)΄΄ αφορά το σύνολο των υποκειμενικών συμπτωμάτων (ένα ή περισσότερα) που εμφανίζει ένα άτομο και τα οποία δεν μπορούν, με βάση τις υπάρχουσες εργαστηριακές και απεικονιστικές εξετάσεις, να αποδοθούν σε κάποια συγκεκριμένη οργανική πάθηση.1 Η συμπτωματολογία στο Λ.Σ.Σ. μπορεί να αφορά όλα τα όργανα και συστήματα και περιλαμβάνει το σύνδρομο του ευερέθιστου εντέρου και της χρόνιας κόπωσης, άτυπα θωρακικά ενοχλήματα που ομοιάζουν με οξύ καρδιαγγειακό επεισόδιο, δύσπνοια (σύνδρομο υπεραερισμού) που δίνει την εντύπωση αναπνευστικής δυσλειτουργίας, κοιλιακό άλγος που συνδέεται στις γυναίκες με γυναικολογική πάθηση, κεφαλαλγία, ζάλη ή άλλα παρεμφερή συμπτώματα που δίνουν την υποψία νευρολογικής συνδρομής.1,2
Η εμφάνιση του Λ.Σ.Σ. μπορεί να ακολουθεί κάποιο οργανικό πρόβλημα τoυ ασθενή (πχ μετά από ιογενή λοίμωξη όπως του covid 19, ή μετά από καταστάσεις έντονου stress) και συνδέεται συχνά με ψυχοσωματικά προβλήματα και ψυχιατρικές διαταραχές. Αποτελεί δε μια σχετικά συχνή διαταραχή, υπεύθυνη για περίπου 20% των ιατρικών εκτιμήσεων στην πρωτοβάθμια φροντίδα.3 Η αιτιολογία του συνδρόμου δεν έχει ξεκαθαρίσει πλήρως και η συμπτωματολογία αποδίδεται σε λειτουργική διαταραχή του οργανισμού η οποία δεν είναι δυνατόν να ανιχνευθεί με βάση τα καθιερωμένα μέσα και μπορεί να οφείλεται σε δυσλειτουργία του αυτόνομου νευρικού συστήματος, απορρύθμιση ορμονολογικών και νευροενδοκρινικών και ενεργοποίηση ανοσολογικών μηχανισμών, σωματοποίηση ψυχιατρικής παθολογίας και διαταραχών συμπεριφοράς.4,5
Το ιστορικό και η κλινική εξέταση θέτουν την υποψία, ενώ η διάγνωση γίνεται συχνά εξ αποκλεισμού και μετά από ενδελεχή εκτίμηση του ασθενή. Η κλινική πορεία και η πρόγνωση είναι συνήθως καλές και αρκεί η διαβεβαίωση και ψυχολογική στήριξη του ιατρού και των οικείων του και η απλή φαρμακευτική αγωγή για τη σταδιακή ύφεση των συμπτωμάτων. Σε ορισμένες όμως περιπτώσεις το άτομο καταλήγει σε μειωμένη λειτουργική ικανότητα και χρόνια συμπτωματολογία, γίνεται χειριστικό με τους γύρω του και οι διαπροσωπικές σχέσεις καθίστανται δυσχερείς, κάτι που απαιτεί ειδική ψυχιατρική υποστήριξη και θεραπεία.
Το Λ.Σ.Σ., λόγω της δυσκολίας στη διάγνωση και την αντιμετώπισή του και της παρατεταμένης διάρκειάς του, έχει συνήθως αρνητικές επιδράσεις και επιβαρύνει τη σχέση ιατρού-ασθενή, ιδιαίτερα όταν ο ιατρός δεν έχει την ανάλογη εμπειρία να το διαχειριστεί. 6 Ο ιατρός, αρχικά έχει τη διάθεση να διερευνήσει σωστά και να βοηθήσει τον ασθενή. Με την πάροδο του χρόνου όμως συνήθως ‘κουράζεται’ και απογοητεύεται από την εμμονή των συμπτωμάτων, την πίεση που δέχεται από τον ασθενή και την αποτυχία της θεραπείας και καταλήγει σε ορισμένες περιπτώσεις στην παραίτηση και προσπάθεια αποφυγής του ασθενή. Από την άλλη μεριά μειώνεται η εμπιστοσύνη του ασθενή προς το πρόσωπο του ιατρού, δημιουργούνται αμφιβολίες, δυσαρέσκεια και τελικά μη συμμόρφωση στη θεραπευτική αγωγή. Το τελικό αποτέλεσμα είναι η αποτυχία αποκατάστασης της υγείας του ασθενή με την παράλληλη επιβάρυνση του συστήματος υγείας λόγω της διενέργειας πολλαπλών, συνήθως χωρίς αποτέλεσμα, εξετάσεων.
Σημαντικό ερώτημα αποτελεί η πιθανή συσχέτιση των εκδηλώσεων του Λ.Σ.Σ και της ύπαρξης ψυχιατρικής διαταραχής και συγκεκριμένα κατάθλιψης στους ασθενείς, Σε παλαιότερες μελέτες το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης ως εκδήλωση του Λ.Σ.Σ. είχε ισχυρή συσχέτιση με την κατάθλιψη αλλά το είδος της συσχέτισης και η χρονική αλληλουχία των ανωτέρω δεν ήταν ξεκάθαρη.7 Σε πιο πρόσφατη πολυκεντρική μελέτη 8 διαπιστώθηκε ότι η κατάθλιψη αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης του συνδρόμου ανεξήγητης κόπωσης, που αποτελεί στοιχείο του Λ.Σ.Σ., σε διάρκεια 12 μηνών παρακολούθησης και μετά από στάθμιση των συγχυτικών παραγόντων. Παρομοίως, η νεοεμφανιζόμενη ανεξήγητη κόπωση μπορεί να είναι παράγοντας που σχετίζεται με την εμφάνιση επεισοδίου κατάθλιψης κατά την παρακολούθηση του ασθενή και την περαιτέρω επιδείνωση της πρόγνωσής του.
Σε κάποιες περιπτώσεις έχει θεωρηθεί ότι η εμφάνιση του Λ.Σ.Σ. μπορεί να συνοδεύεται από ορισμένα προνόμια και συνεπώς δευτερογενή οφέλη για τον ασθενή 9 που, βεβαίως, πολύ δύσκολα μπορεί να αντισταθμίσουν τις αρνητικές συνέπειες της ασθένειας. Το διάλειμμα από την καθημερινή ρουτίνα της εργασίας, η αποφυγή της κούρασης, των ευθυνών, του άγχους ή της πλήξης από μια πιθανά ΄΄βαρετή΄΄ εργασία, η ύπαρξη ελεύθερου χρόνου για επικοινωνία με την οικογένεια και τους φίλους, η αίσθηση της ύπαρξης ενδιαφέροντος από τους οικείους, η ενασχόληση με ενδιαφέρουσες δραστηριότητες και η αναψυχή μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα την τη διακοπή του φαύλου κύκλου λειτουργικών συμπτωμάτων και ψυχολογικής επιβάρυνσης, την καλύτερη συμμόρφωση στη θεραπεία και την επιτάχυνση της ύφεσης των συμπτωμάτων του Λ.Σ.Σ. και της ανάρρωσης του ασθενή.
Β. Μοντέλα αντιμετώπισης ασθενών με λειτουργικά ή ευρύτερα ψυχοσωματικά συμπτώματα. Ποιο το καλύτερο?
Τα δύο μοντέλα παροχής ιατρικής φροντίδας και αντιμετώπισης των προβλημάτων ενός ασθενή είναι το βιοιατρικό και το βιοψυχοκοινωνικό. 10,11 Το μεν πρώτο, εστιάζει στα άμεσα βιολογικά αίτια των διαφόρων νοσημάτων και στοχεύει στη διάγνωση και την αντιμετώπισή τους με τις καθιερωμένες φαρμακευτικές ή επεμβατικές μεθόδους που σαν στόχο έχουν την εξάλειψη του νοσήματος. Ο ιατρός δίνει τις εντολές στον ασθενή για το είδος της θεραπείας και ο ασθενής υπακούει και συμμορφώνεται με τις οδηγίες, σε μια σχέση ιατρού-ασθενή κυρίως πατερναλιστική και επαγγελματική. Στο δεύτερο μοντέλο, δίδεται ένας πιο ολιστικός ορισμός της υγείας και θεωρείται ότι τα νοσήματα, εκτός από βιολογικά αίτια, επηρεάζονται και από ψυχοκοινωνικούς παράγοντες. Ο στόχος έγκειται στη διατήρηση και αποκατάσταση της υγείας του ασθενή και, όχι μόνο, αποκλειστικά στην αντιμετώπιση της βιολογικής ασθένειας. Δίδεται έμφαση στην πρόληψη, τη διάγνωση και την αντιμετώπιση της εκάστοτε πάθησης, όχι μόνο με βιολογικές (φάρμακα, χειρουργική επέμβαση) μεθόδους αλλά και ψυχοκοικωνικές. Οι σχέσεις ιατρού ασθενή βασίζονται στη συνεργασία, ο ρόλος του ασθενή είναι πιο ενεργητικός και η στάση του ιατρού πιο ενσυναισθητική. Στην περίπτωση αυτή δε, ο ρόλος των υπόλοιπων επαγγελματιών υγείας καθίσταται ευρύτερος και πιο ουσιαστικός.
Το βιοιατρικό μοντέλο επικρατεί στις μέρες μας και εφαρμόζεται με επιτυχία σε μεγάλο ποσοστό των ασθενειών οι οποίες μπορούν να αποδοθούν σε μια συγκεκριμένη βιολογική αιτία η οποία έχει σαφείς μετρήσιμους εργαστηριακούς δείκτες και συγκεκριμένη θεραπευτική αγωγή. Ακόμα βεβαίως και στις περιπτώσεις εκείνες, η ύπαρξη επικοινωνίας ιατρού-ασθενή μέσα από την επεξήγηση, την ενσυναίσθηση και τη συνεργασία καθώς και η ενεργός συμμετοχή των υπόλοιπων επαγγελματιών υγείας, όπου χρειάζεται, αυξάνουν τις πιθανότητες αποτελεσματικής και ταχύτερης αποκατάστασης της υγείας του ασθενή.
Σε περιπτώσεις όμως, που κάποια ασθένεια δεν ακολουθεί τα ανωτέρω κριτήρια, δεν μπορεί να εξηγηθεί δηλαδή ως προς την ύπαρξη ή την ένταση των συμπτωμάτων από την κλινική εκτίμηση και τα κλινικοεργαστηριακά ευρήματα, το βιοιατρικό μοντέλο δεν επαρκεί. Στις περιπτώσεις αυτές, που ο τρόπος που βιώνει ο άνθρωπος μια ασθένειά του αποκλίνει σημαντικά από τον συμβατικό, θα πρέπει να συνυπολογίζονται και οι ψυχολογικοί και κοινωνικοί παράγοντες και να λαμβάνεται υπόψη η σημαντικότητα του βιοψυχοκοικωνικού μοντέλου.
ΤΟ Λ.Σ.Σ. είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα όπου η συμπτωματολογία από ένα ή περισσότερα συστήματα δεν μπορεί να εξηγηθεί και να αποδοθεί σε συγκεκριμένη βιολογική πάθηση, με την προϋπόθεση βέβαια της πλήρους και ενδελεχούς εκτίμησης του ασθενή. Επιπλέον, πρέπει να αναζητηθούν και αντιμετωπιστούν και άλλοι παράγοντες που επιδρούν στον ασθενή όπως για παράδειγμα η ψυχική του κατάσταση και η πιθανή συνύπαρξη ψυχοπαθολογίας. Τέλος, διαφέρουν ο τρόπος που βιώνει ο ασθενής, η σημασία που δίνει, ο ουδός και ο τρόπος της αντίδρασής του σε αποκλίσεις της υγείας του από αυτό που θεωρεί ο ίδιος ή το κοινωνικό περιβάλλον του φυσιολογικό, οι συνειδητές και ασυνείδητες ανάγκες και επιθυμίες του, η εξάρτησή του από τη φροντίδα και τη γνώμη των άλλων ανθρώπων. Στην ανωτέρω περίπτωση του Λ.Σ.Σ., το βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο διαχείρισης του ασθενή, με την αντιμετώπισή του ως ολότητα και την ταυτόχρονη αντιμετώπιση της ψυχοσωματικής συμπτωματολογίας φαίνεται να οδηγεί στα καλύτερα αποτελέσματα σε ότι αφορά την ύφεση των συμπτωμάτων και την ψυχολογική αποκατάσταση του ασθενή.
Γ. Είδη της σχέσης ιατρού και ασθενούς Ποια σχέση είναι αποτελεσματικότερη στην αντιμετώπιση του ασθενή με λειτουργικά σωματικά σύνδρομα.
Είναι αποδεδειγμένο ότι η ο τρόπος επικοινωνίας και το είδος της σχέσης που έχουν αποκτήσει ιατρός και ασθενής έχει κεντρικό ρόλο στην επίτευξη ή όχι του στόχου της αποτελεσματικής και ταχείας αποκατάστασης της υγείας του ασθενή.12 Με τη βέλτιστη μεταξύ τους σχέση επιτυγχάνεται η καλύτερη ανταλλαγή πληροφοριών για την υγεία του ασθενή, ενισχύεται η εμπιστοσύνη του ασθενή και επακόλουθα η ενεργός συμμετοχή του και καλύτερη συμμόρφωσή του στη θεραπεία.13,14
Το είδος της σχέσης ιατρού-ασθενή εξαρτάται από αρκετούς παράγοντες μεταξύ των οποίων ο χαρακτήρας και τα πιστεύω των δύο μερών, η αντίληψη που έχει ο ιατρός σχετικά με την ευθύνη αλλά και την εξουσία που έχει στον ασθενή, η αντίληψη του ασθενή για τη θέση του σε σχέση με του ιατρού και οι κοινωνικές νόρμες που επικρατούν.
Έχουν περιγραφεί αρκετά μοντέλα της σχέσης μεταξύ ιατρού και ασθενή. Στο μοντέλο των Szasz και Hollender, 15 oι σχέσεις ιατρού-ασθενή διακρίνονται σε σχέσεις ενεργητικότητας – παθητικότητας, όπου ο ιατρός αποφασίζει αποκλειστικά για τον ασθενή ο οποίος συνήθως είναι σε σοβαρή κλινική κατάσταση, χωρίς δυνατότητα συνεργασίας, το μοντέλο καθοδήγησης-συνεργασίας όπου ο ασθενής ενσυνείδητα παραχωρεί και ο ιατρός αναλαμβάνει την ευθύνη για τη διαχείρισή του και στο μοντέλο της αμοιβαίας συμμετοχής, όπου και τα δύο μέρη συναποφασίζουν και αναλαμβάνουν την ευθύνη της πορείας του ασθενή. Σε άλλο μοντέλο 16 υπάρχουν τύποι σχέσεων απόσεισης ευθυνών, αυτονομίας του ασθενή, συνεργασίας και τερματισμού τις σχέσης ενώ στο μοντέλο των Roter και Hall 17 διακρίνονται ο πατερναλιστικός, ο αμοιβαίος, ο καταναλωτικός και περιορισμένος τύπος σχέσης ιατρού-ασθενή.
Τέλος, σε ένα ενδιαφέρον, πιο πρόσφατο μοντέλο του Roter και συνεργατών, 18 παρουσιάζονται 5 τύποι σχέσεων. Ο πρώτος, αμιγώς βιοιατρικός τύπος αφορά στην προσπάθεια του ιατρού να προσεγγίσει τη διάγνωση, χρησιμοποιώντας συγκεκριμένες ερωτήσεις πάνω στην οργανική πάθηση, με αυστηρή ιατρική ορολογία που απαιτούν από τον ασθενή σύντομες, μονολεκτικές απαντήσεις (κλειστού τύπου ερωτήσεις). Στον διευρυμένο βιοιατρικό τύπο ο ιατρός αναζητά επιπλέον απαντήσεις σε ορισμένα ψυχοκοινωνικά θέματα που αφορούν τον ασθενή ενώ στον βιοψυχοκοινωνικό τύπο υπάρχει μια πιο ισορροπημένη προσέγγιση του ιατρού πάνω τόσο στα βιοιατρικά όσο και στα ψυχοκοινωνικά προβλήματα του ασθενή. Στον ψυχοκοινωνικό τύπο αντίθετα η σχέση ιατρού ασθενή εστιάζεται κυρίως στα ψυχοκοινωνικά ζητήματα του ασθενή ενώ, τέλος στον καταναλωτικό τύπο ο ασθενής έχει σημαντικό ρόλο στην υποβολή ερωτήσεων προς τον ιατρό στις οποίες ο ιατρός απαντά.
Στην περίπτωση του Λ.Σ.Σ. δεν υπάρχει διαγνωσμένη, όπως προαναφέρθηκε, μια σαφής οργανική βλάβη ενώ είναι πιθανή η συνύπαρξη ψυχολογικών και κοινωνικών παραγόντων που επιδεινώνουν και ανατροφοδοτούν την κατάσταση του ασθενή. Για τους ανωτέρω λόγους το μοντέλο καθοδήγησης-συνεργασίας και το πατερναλιστικό μοντέλο δεν μπορεί να είναι αποτελεσματικά. Το αμιγώς βιοιατρικό μοντέλο επίσης με τις κλειστού τύπου ερωτήσεις είναι εξαιρετικά δύσκολο να οδηγήσει σε σωστή διάγνωση και αντιμετώπιση καθώς περιορίζει την εξωστρέφεια του ασθενή και τις πληροφορίες που μπορεί να δοθούν. Αντίθετα, ο τύπος επικοινωνίας προσαρμοσμένος στην αμοιβαία συμμετοχή ιατρού και ασθενή, στην οποία βέβαια ο ιατρός έχει τον καθοριστικό λόγο / απόφαση στη διάγνωση και τη θεραπεία αλλά ο ασθενής αντιμετωπίζεται ως συνεργάτης του και αναζητούνται και οι ψυχοκοινωνικοί παράγοντες που επιδρούν στην πάθησή του, μπορεί να δώσει σαφώς καλύτερα αποτελέσματα. Επιπλέον, οι ανοιχτού τύπου, απλές ερωτήσεις, που δε στηρίζονται σε αυστηρά ιατρική ορολογία, παροτρύνουν τον ασθενή και του δίνουν τη δυνατότητα να εκφράσει και να αναπτύξει καλύτερα προβλήματα και παράγοντες που πιθανόν σχετίζονται με τη νόσο του.
Δ. Ποιος ο ενδεδειγμένος χειρισμός του ιατρού προς τον ασθενή με λειτουργικό σωματικό σύνδρομο?
Η παρουσία ασθενών όπως του ανωτέρω, με λειτουργικά συμπτώματα και παρουσία επιβαρυντικών ψυχοκοινωνικών παραγόντων αποτελεί μια ιδιαίτερη πρόκληση για τον θεράποντα ιατρό λόγω της δυσκολίας στη βελτίωση των συμπτωμάτων, της χαμηλής ικανοποίησης και συχνά της μη συμμόρφωσης του ασθενή στη θεραπεία.5
Οι ασθενείς αυτοί αποτελούν ετερογενή πληθυσμό ως προς τη συμπτωματολογία αλλά με κάποια πιθανά κοινά χαρακτηριστικά που πρέπει να εκτιμηθούν όπως η χρόνια συμπτωματολογία με εξάρσεις και υφέσεις, η χαμηλή ποιότητα ζωής λόγω των σωματικών αλλά και των ψυχολογικών προβλημάτων, η αδυναμία συνεργασίας και η χειριστική στάση ως προς τον ιατρό που μπορεί να παρουσιάζουν.19,20
Η μη ικανοποίηση λοιπόν του ανωτέρω ασθενή και η άρνηση λήψης της αγωγής δεν είναι κάτι σπάνιο στις περιπτώσεις ασθενών με Λ.Σ.Σ., μπορεί όμως να προληφθεί αλλά και να αντιμετωπιστεί όταν παρουσιαστεί. Η επικοινωνία ιατρού ασθενή είναι ιδιαίτερης σημασίας σε ασθενείς με Λ.Σ.Σ. Ο ιατρός πρέπει να διαθέτει επικοινωνιακές δεξιότητες που ορισμένες φορές ενυπάρχουν αλλά είναι και θέμα εκπαίδευσης.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ιατρός πρέπει αρχικά να αντιληφθεί τα συναισθήματα, να κατανοήσει την εσωτερική κατάσταση και την κουλτούρα του ασθενή. Να εστιάσει, όχι μόνο στην ανίχνευση αποκλειστικά του οργανικού προβλήματος αλλά και στη σύνδεση του σωματικού προβλήματος με τη συναισθηματική κατάσταση του ασθενή. Να χρησιμοποιεί απλή ορολογία και ΄΄ανοιχτές΄΄ ερωτήσεις στην επικοινωνία του και να ακούει προσεκτικά τον ασθενή, χωρίς διάθεση κριτικής, υποτιμητικές εκφράσεις. Να ρυθμίζει και να ελέγχει τα συναισθήματά του, να δείχνει αυτοπεποίθηση και εμπειρία στη διαχείριση της κατάστασης, και να κατανοεί τον ασθενή.21-23 Να δίνει προσοχή στη μη λεκτική επικοινωνία σε ότι αφορά τη βλεμματική επαφή, τις εκφράσεις, τον τόνο της φωνής και τη γλώσσα του σώματος. Η έκφραση, με σαφήνεια, της γνώμης του και η καθησύχαση του ασθενή τον βοηθά στην αποδοχή της συνθετότητας του προβλήματός του και επηρεάζει τη στάση και την κινητοποίηση του. Αντίθετα η λεκτική ή μη λεκτική έκφραση θυμού, άγχους, εκνευρισμού στη διαχείριση του ασθενή με Λ.Σ.Σ. μειώνει την αίσθηση ασφάλειας, αυξάνει τα παράπονα του ασθενή και απομακρύνει από το στόχο της αποτελεσματικής αντιμετώπισης της ασθένειας.
Το προσωποποιημένο πλάνο αντιμετώπισης είναι ένα πλάνο που μπορεί να βοηθά στην περίπτωση του ασθενή της ανωτέρω περίπτωσης.5,24Αρχικά πρέπει να εκτιμηθεί η σοβαρότητα της κατάστασης, να βοηθηθεί ο ασθενής να κατανοήσει τη φύση της πάθησής του και να αντιμετωπιστούν οι λειτουργικές-σωματικές διαταραχές και τα πιθανά ψυχιατρικά συμπτώματα ακόμα και με τη βοήθεια ειδικού ψυχιάτρου ή ψυχολόγου. Επιπλέον, να δημιουργηθούν με τη συμμετοχή και τη συνεργασία του ασθενή πλάνα για τη μείωση του άγχους, την αλλαγή στην καθημερινότητα τη δυνατότητα αυτοεξέτασης και αυτοελέγχου.
Τέλος, πρέπει να γίνει προσπάθεια ο ασθενής να αντιμετωπίσει πιθανή συσχέτιση παλαιών περιστατικών με την παρούσα κατάστασή του25 πχ θάνατος ενός οικείου προσώπου από ανακοπή καρδιάς ή ένα παλαιό ιστορικό μυοκαρδιακού εμφράγματος στον ασθενή και εμφάνιση συμπτωματολογίας άτυπων θωρακικών ενοχλημάτων που θεωρούνται προάγγελος ανάλογου επεισοδίου. Η ενσυναίσθηση, η διεξοδική εξέταση, η συζήτηση με τον ασθενή, η καθησύχασή του και η παράθεση σαφών οδηγιών για το τρόπο ζωής, συμπεριφοράς και αντιμετώπισης των παραγόντων κινδύνου μπορεί να συμβάλει στο να περιοριστεί σημαντικά η πιθανότητα να έχει στο μέλλον ο ασθενής κάποιο σοβαρό συμβάν.
Συμπερασματικά, η αντιμετώπιση του ανωτέρω ασθενή με Λ.Σ.Σ. είναι εφικτή στη βάση της ενσυναίσθησης, της βέλτιστης επικοινωνίας, της συνεργασίας και της ολιστικής αντιμετώπισης από τον ιατρό ως προς τη βιολογική και ψυχοκοινωνική πτυχή του προβλήματός του.
Βιβλιογραφικές Αναφορές
- Wessely S, Nimnuan C, Sharpe M. Functional somatic syndromes: one or many ? Lancet 1999;354:936–39
- Wessely S, White P. There is only one functional somatic syndrome. British Journal of Psychiatry 2004;185:95- 96
- Peveler R, Kilkenny L, Kinmonth A. Medically unexplained physical symptoms in primary care: a comparison of self-report screening questionnaires and clinical opinion. J Psychosom Res 1997;42:245-53
- White P, Moorey S. Psychosomatic illnesses are not “all in the mind”. J Psychosom Res 1997; 42:329-32.
- Hubley S, Uebelacker L, Eaton C. Managing Medically Unexplained Symptoms in Primary Care: A Narrative Review and Treatment Recommendations. American Journal of lifestyle medicine 2014;10:109-119
- Sharpe M, Mayou R, Seagroatt V, et al. Why do doctors find some patients difficult to help? Quart J Med 1994;87:177-83
- Wessely S, Hotopf M, Sharpe M. Chronic fatigue and its syndromes. Oxford, United Kingdom: Oxford University Press; 1999.
- Skapinakis P, Lewis G, Mavreas V. Temporal Relations Between Unexplained Fatigue and Depression: Longitudinal Data From an International Study in Primary Care. Psychosomatic Medicine 2004;66:330–335
- Pisetsky D, et al. Does Secondary Gain Exist? The Rheumatologist 2008
- Engel G. The need for a new medical model. A challenge for biomedicine. Science, New Series, 1977;196:129-136
- Wade D, Halligan P. The biopsychosocial model of illness: a model whose time has come. Clinical Rehabilitation 2017;31:995-1004
- Ha J, Anat D, Longnecker N. Doctor-Patient Communication: A Review. The Ochsner Journal 2010;10:38–43.
- Bredart A, Bouleuc C, Dolbeault S. Doctor-patient communication and satisfaction with care in oncology. Curr Opin Oncol. 2005;17:351–354.
- Arora N. Interacting with cancer patients: the significance of physicians’ communication behavior. Soc Sci Med. 2003;57:791–806.
- Szasz T, Hollender H. A contribution to the philosophy of medicine. The basic models of the doctor-patient relationship. Archives of internal medicine 1956;97:585-592
- Ballard-Reisch D. A model of participative decision making for physician-patient interaction. Health communication 1990;2:91-104
- Roter L, Hall A. Doctors talking with patients / patients talking with doctors. Westport, CT: Auburn House 1992
- Roter L, Stewart M, Putnam M, et al. Communication patients of primary care physicians. Journal of the American medical association 1997;277:350-356
- Smith GR, Monson RA, Ray DC. Patients with multiple unexplained symptoms: their characteristics, functional health, and health care utilization. Archives of Internal Medicine 1986;146:69–72.
- Edwards Τ, Stern Α, Clarke , et al. The treatment of patients with medically unexplained symptoms in primary care:a review of the literature. Mental Health in Family Medicine 2010;7:209–21
- Kafetsios, K., Anagnostopoulos, F., Lempesis, E., et al. Doctors’ Emotion Regulation and Patient Satisfaction: A Social-Functional Perspective. Health Communication, 2013;29: 205–214.
- Finset, A., & Mjaaland, T. A. The medical consultation viewed as a value chain: A neurobehavioral approach to emotion regulation in doctor– patient interaction. Patient Education and Counseling, 2009;74:323–330.
- Gross, J.J. Handbook of emotion regulation. New York, NY:Guilford. Ed.2007.
- Kroenke K. Patients presenting with somatic complaints: epidemiology, psychiatric co-morbidity and management. Int J Methods Psychiatr. 2006;12:34-43.
- Groleau D, Young A, Kirmayer LJ. The McGill Illness Narrative Interview (MINI): an interview schedule to elicit meanings and modes of reasoning related to illness experience. Transcult Psychiatry. 2006;43:671-691.